- ελαιοφυτεία
- η (AM ἐλαιοφυτεία)1. η φύτευση ελαιοδένδρων2. έκταση γης φυτεμένη με ελιές, ελαιώνας, λιόφυτο, λιοστάσι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελαιοφυτεία — η εδαφική περιοχή γεμάτη ελαιόδεντρα, ελαιώνας, λιοστάσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαιόφυτος — η, ο και λιόφυτος, η, ο (AM ἐλαιόφυτος, ον) φυτεμένος με ελαιόδενδρα, κατάφυτος με ελιές μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ελαιόφυτο και λιόφυτο τόπος φυτεμένος με ελιές, ελαιώνας, ελαιοφυτεία … Dictionary of Greek
λιοστάσι — το ελαιοφυτεία, ελαιώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐλαιοστάσιον, κατά τα αρχ. βου στάσιον, ἱππο στάσιον βλ. λιο (II)] … Dictionary of Greek
ελαιόφυτος — ελαιόφυτος, η, ο και λιόφυτος, η, ο 1. ο φυτεμένος με ελαιόδεντρα, ο κατάφυτος από ελιές: Ελαιόφυτη περιοχή. 2. το ουδ. ως ουσ., ελαιόφυτο και λιόφυτο ελαιώνας, ελαιοφυτεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαιώνας — ο τόπος κατάφυτος από ελιές, ελαιοφυτεία, λιοστάσι, λιοπερίβολο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)